- κολάκευμα
- και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω]καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω», Ξεν.)αρχ.(για πρόσ.) πανούργος, απατεώνας.
Dictionary of Greek. 2013.