κολάκευμα

κολάκευμα
και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω]
καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω», Ξεν.)
αρχ.
(για πρόσ.) πανούργος, απατεώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολάκευμα — piece of flattery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακευμάτων — κολάκευμα piece of flattery neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύμασι — κολάκευμα piece of flattery neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύμασιν — κολάκευμα piece of flattery neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύματα — κολάκευμα piece of flattery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοκολάκευμα — λογοκολάκευμα, τὸ (Μ) κολακευτικός, χαϊδευτικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κολάκευμα (< κολακεύω)] …   Dictionary of Greek

  • πόππυσμα — τὸ, ΜΑ [ποππύζω] μσν. συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη αρχ. 1. κολάκευμα, θωπεία 2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”